- κοιλοπόνεμα
- το , κοιλοπόνια η родовые схватки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοιλοπόνεμα — το, ατος οι πόνοι της κοιλιάς στη γέννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλοπόνημα — και κοιλοπόνεμα, το [κοιλοπονώ] οι πόνοι τής κοιλιάς κατά τη γέννα, οι ωδίνες τού τοκετού … Dictionary of Greek